Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017


Το μέλλον της Ελλάδας και των ευρύτερων μεσογειακών χωρών: Σκέψεις επάνω στο έργω του Ο. Σπένγκλερ "Η παρακμή της Δύσης". Μέρος 1ο



Σχεδόν εκατό χρόνια μετά την δημοσίευση του έργου Η παρακμή της Δύσης, είναι προφανές ότι ο κόσμος έχει αλλάξει δραστικά, η Ευρώπη έχει περάσει στην τελευταία φάση της παρακμής της, τα κομμουνιστικά καθεστώτα έχουν καταρρεύσει, και η Αμερική ενσαρκωμένη μέσα από τον φιλελεύθερο καπιταλισμό είναι ο μόνος πραγματικός εκπρόσωπος της Δύσης. Κι' όμως όλα αυτά τα γεγονότα όχι μόνο δεν κανουν το έργο του Σπένγκλερ απαρχαιωμένο, αλλά το ενισχύουν.

Όλα έγιναν όπως προφητεύεσαι ο Σπένγκλερ, η Δύση θα κατέρρεε κάτω από το βάρος της αρχής του χρήματος. Αν και η Δύση δεν έχει κατάρρευση επειδή είναι ακόμα πλούσια και δυνατή, αυτό δεν είναι πάρα μια ψευδαίσθηση, η οποία κρύβει την τελευταία πνοή που ξοδεύεται μέσα σε μια τεράστια προσπάθεια.

Οι πολιτισμοί του κόσμου


Για ευνόητους λόγους δεν μπορώ να αναλύσω όλο το έργο του Σπένγκλερ εδώ, ούτε είναι ο σκοπός μου να το κάνω. Πάρα μόνο να εξετάσω τρεις σημαντικές ιδέες της οποίες ο Σπένγκλερ εισαγάγει η όποιες πιστεύω έχουν κάποια αξία για μια πολιτικό-ιστορική ανάλυση. Η ιδέες εδώ βρίσκονται σε πρώιμη μορφή.

 Η πρώτη είναι η ιδέα του πολιτισμού ως οργανισμός, ένας πολιτισμός έχει στάδια και φάσεις ζωής. Οι πολιτισμοί δεν έχουν "γραμμική" ιστορία, δεν προχωράμε δηλαδή, κλασική εποχή->μεσαίωνας->μοντέρνα εποχή, η ιστορία λειτουργεί κυκλικά. Αν και μπορούμε να αποφύγουμε τον ντετερμινιστικό πεσιμισμό του Σπένγκλερ ότι όλα οδηγούνται σε παρακμή, αυτό δεν σταματάει την φοβερή αυτή ιδέα, ο "Κλασσικός", ο "Μαγικός" , και "Φαυστιανός" Δυτικός πολιτισμός τρέχουν παράλληλα, και όχι σε αλλεπάλληλη διαδοχή.

 Η δεύτερη ιδέα είναι αυτή της ψευδομόρφωσης, έναν όρο τον όποιο τον δανείστηκε ο Σπένγκλερ από την χημεία. Η ιδέα αυτή ισχυρίζεται ότι ένας πολιτισμός υιοθετεί κάτι ξένο για αυτόν λόγο κατάκτησης η επιρροής. Το αποτέλεσμα είναι το αίσθημα εκδίκησης για τον κατακτητή (πχ Ρωσία και Δύση, ο Μαγικός πολιτισμός της ανατολής εναντίων της Ρώμης κα.).

Η τρίτη ιδέα είναι αυτή της μοίρας. Κάθε πολιτισμός είναι η ενσάρκωση μια κεντρικής ιδέας που έχει ο άνθρωπος για τον κόσμο. Ο φόβος για τον θάνατο που έχει κάθε άνθρωπος εκδηλώνετε στην θρησκεία και την τέχνη του κάθε πολιτισμού. Κάθε πολιτισμός έχει μια "μοίρα" την οποία προσπαθεί να εκπλήρωση. Στον κλασσικό πολιτισμό η μοίρα να υπομένει τον πόνο, η ευδαιμονία και η αρμονία. Στον Δυτικό φαυστιανό πολιτισμό, η αιωνιότητα, η ατοπία, και το πάθος να ξεπεράσει ο κάθε άνθρωπος τον εαυτό του σε γνώση και δύναμη. Η κεντρική ιδέα της μοίρας είναι το πως ο άνθρωπος αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον θάνατο. Οτιδήποτε είναι ενάντια στην μοίρα του πρέπει να το ξεπεράσει και να αυτοπραγματωθεί στα όρια τα οποία ο πολιτισμός του, του επιτρέπει.

Έχοντας αυτές της ιδέες στο νου, μπορούμε να αναγνωρίσουμε του εξής "μεγάλους" πολιτισμούς που ζουν μέχρι σήμερα:

Ο ρωσικός "ευρασιατικός" πολιτισμός (ο όποιος είναι ακόμη ημι-μαγικός αλλά μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο σιγά σιγά)

Ο δυτικό ευρωπαϊκός "Φαυστιανός" πολιτισμός (συμπεριλαμβάνοντας τον Αγγλοσαξονικό και Λατινικό κόσμο)

Ο "μαγικός" πολιτισμός του Χριστιανισμού, Εβραϊσμού και Ισλάμ

Ο Κινεζικός και ανατολικό-ασιατικός πολιτισμός (κομφουκιανισμός και βουδισμός)

Ο αφρικανικός πολιτισμός (ο οποίος είναι ακόμη σε εμβρυικό στάδιο)

Ο Ινδικός πολιτισμός

Η σύγχρονη Ελλάδα , και η κατάσταση της ψευδομόρφωσης



Σε αυτό το σχήμα που ανήκει η Ελλάδα, η Μεσόγειος και τα Βαλκάνια; Είναι ένα εύλογο ερώτημα. Εμείς που βρισκόμαστε στα περίχωρα της δυτικής αυτοκρατορίας, που δεν έχουμε λόγο ακόμη ως οι αποικημένοι, και που βρισκόμαστε "χωρίς πατρίδα" πολιτισμικά;

Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα ένα ένα, η ιστορία μας είναι αυτή, όπως αυτή των Αφρικανών και των Λατίνο-Αμερικανών, αυτή των ηττημένων. Εμείς δεν έχουμε λόγο στην εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού, ούτε έχουμε δημιουργήσει τίποτα στο όνομα του Φαυστιανού πολιτισμού, παρά μόνο ως μιμητές και άσπονδοι νομάδες. Αυτό δεν φαίνετε παρά μόνο ξεκάθαρα αν κοιτάξει κανείς της δεκαετίες του 80 και 90 την Ελλάδα, την Τουρκία και την Ιταλία, η τέχνες παρήκμασαν και έφτασαν σε κατάσταση μίμησης αυτού που ήταν πλαστικό, εικονικό και χωρίς ψυχή. Ήταν πραγματικά η κατάσταση πολύ κοντά σε μια ψευδομόρφωση, όλοι οι τόποι φαίνονταν αποικίες της Αμερικής, και υπήρχε πραγματικά το όραμα της ιδέας "Ευρώπη". Τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς την κρίση; Μια Σιγκαπούρη, η Χονγκ Κονγκ, με το μόνο κεφάλαιο τα μουσεία, τα ξενοδοχεία και οι ταβέρνες . Μια χώρα παραδομένη στην Αμερική, τον καταναλωτισμό και την εικονικότητα. Ευτυχώς όλα αποδειχτήκαν ένα simulacrum, εμείς στα περίχωρα δεν ήμασταν παρά οι είλωτες για να συνεχίσει το Φαυστιανό όραμα, το Γερμανικό πρόγραμμα Mitteleuropa από τη μια, και το Άγγλο-Σαξονικό ατλαντικό πρόγραμμα από την άλλη. Χρειάστηκε ο πόνος της άγριας αφύπνισης για να ξεμουδιάσουμε και να νιώσουμε τον χειμώνα που υπομέναμε.


Η κατάσταση μας και ο χειμώνας του Φαυστιανού πολιτισμού μας προτρέπει σε μια μεγάλη απόφαση: Να υπομένουμε και να παραδοθούμε, βυθίζοντας μαζί με το καράβι, ή, να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο. Ένα είναι σίγουρο πάντως, ο δυτικός πολιτισμός θα αυτοκαταστραφεί. Όχι από καμία μετωπική επίθεση από εχθρό, αλλά από μόνος του όπως μια σειρά ντόμινο. Χωρίς να απαριθμήσουμε όλα τα μεγάλα ονόματα, φιλόσοφοι όπως ο Νίτσε, ο Μαρξ, ο Χάιντεγκερ, ο Μποτριγιάρ, ο Σμίτ, ο Βέμπερ, και φυσικά ο Σπένγλερ είδαν αυτήν την παρακμή και ότι θα οδηγούσε στην αυτοκαταστροφή. Εμάς σε σχέση με την ιστορία μας, μας απασχολούν οι εξής ιδέες:

1. Νίτσε: Η αντιστροφή των αξιών και ο τελευταίος άνθρωπος, ο μοραλισμός ως η αρχή του νιχιλισμού.

2. Μάρξ: Η κύκλοι κρίσης του καπιταλισμού οδηγούν εν τέλη στην διάλυση του πολιτισμού, η περιφέρεια αντικαταστάσετε πλήρως από το αστικό κέντρο οδηγώντας στην κυριαρχία της μικρό-αστικής ιδεολογίας. 

3. Χαίντεγκερ: Η κυριαρχία της δυτικής όντο-θεολογίας κατεδαφίζει όλες της οντικές διαφορές οδηγώντας στην τεχνολογική αυτοκαταστροφή, όταν η τεχνική αντικαθιστά την τέχνη

4. Μποντριγιάρ: Η εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού από το συμβολικό στάδιο, στο εικονικό, οδηγώντας στον θάνατο της πραγματικότητας.

5. Κάρολος Σμίτ: Η αγωνιστική φύση της φιλελεύθερης δημοκρατίας οδηγεί στην σύγκρουση συμφερόντων οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα, στο τέλος το κράτος της εξαίρεσης και ο απολυταρχισμός, κυριαρχούν.

6. Μαξ Βέμπερ: Ο καπιταλισμός οδηγεί στην γραφειοκρατικοποίηση των πάντων, όλα γίνονται ένα πρόβλημα νομικό-οικονομικής φύσεως.

7. Σπένκγλερ: Η αρχή του χρήματος γίνετε όλο και πιο αφηρημένη, με αποτέλεσμα μια μικρή οικονομική ελίτ να συγκεντρώνει την πολιτική εξουσία, οι τάξεις γίνονται κάστες, και στο τέλος οι κατάρρευση έρχεται με τον Καισαρισμό και την αυτοκρατορία.

Αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του μοντέρνου Φαυστιανού Χειμώνα. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τα στοιχεία ψευδομόφωσης σε εμάς, όλες οι παραπάνω χαρακτηρίσεις απευθύνετε και σε εμάς, προς το παρόν τουλάχιστον. Καθώς και εμείς είμαστε μέρος αυτής παρέλασης προς την αυτοκαταστροφή, θα αναφερθώ αργότερα στα ιστορικά στοιχεία που συνδέουν την παρακμή της Δύσης με την δίκια μας ξευδομόρφωση. Αλλά πρώτα πρέπει να δούμε και να εξετάσουμε κατά μέτωπα την ιστορία μας.

Ας πάρουμε για αρχή την ιστορία της Ελλάδας. Η μοντέρνα Ελλάδα είναι και θα είναι παράγωγο του Βυζαντινού "Μαγικού" χριστιανικού κόσμου. Η σημερινή Ελλάδα ΔΕΝ είναι η κλασσική Ελλάδα, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Φαυστιανός Δυτικός πολιτισμός δεν έχει ουδεμία σχέση με το Απολλώνιο πνεύμα της κλασσικής Ελλάδας αλλά ούτε με την Ρώμη. Ο κλασσικός πολιτισμός έχει πάψει να υπάρχει από τότε που η Κωνσταντινούπολη αντικατέστησε την Ρώμη. Δεν υπήρξε ουδέποτε "αναγέννηση" καθώς κάτι που είναι νεκρό δεν μπορεί ποτέ να αναγεννηθεί. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο και η Δύση και οι "Μαγικοί" πολιτισμοί (πχ. Ισλάμ) τρέφουν τέτοια λατρεία προς το Απολλώνιο πνεύμα, είναι τελείως αντιθετικοί.

Η περίπτωση της Ελλάδας καθιστά μια περίεργη μορφή ξευδομόρφωσης. Η σημερινή Ελλάδα ξεκίνησε ως μια παρεξήγηση, για την οποία ευθύνεται κυρίως ο Διονύσιος Σολομός. Η ιστορία ότι στην Ελλάδα επιβλήθηκε ένα εθνικό κράτος διαφωτιστικού τύπου είναι γνωστή σε όλους μας, καθώς αυτήν αντίθεση την ζούμε στο πετσί μας. Αυτό που δεν ξέρουμε και είναι δύσκολο για εμάς να αναγνωρίσουμε την ψευδομόρφωση που έφερε ο Σολωμός στον ελληνικό πολιτισμό. Ο Σολωμός εκτός από εθνικός ποιητής, έγινε και ο ρομαντικός ποιητής του "αδύνατου" (Η φεγγαροντυμένη στέκετε έξαλλου στιλιστικά δίπλα στους Ολύμπιους θεούς του Χέλντερλιν). Ο Σολωμός αγνόησε αυτό που ήταν καθιερωμένο και σωστό για την ελληνική πνευματική κοινότητα. Για αρχή , η γλωσσά της εκκλησιάς ήταν η κοινή ελληνική η οποία προέρχεται από την ελληνιστική εποχή, κατά δεύτερων η γλωσσά του ελληνικού πνεύματος και της άρχουσας τάξης (Φαναριώτες) ήταν οχιά η δημοτική αλλά η καθαρεύουσα. Έτσι ο Σολωμός, με την χρήση της δημοτικής, θέλησε να μιμηθεί αυτό που έκαναν ο Χέλντερλιν στην Γερμανία και ο Βύρωνας στην Βρετανία, να ρίξει από πάνω του την "κλασική" μορφή της γλώσσας ( πχ Ο John Milton στην Αγγλία) και να δέσει την Ελλάδα άρρηκτα με τον Φαυστιανό ρομαντισμό της Δύσης. Το Φαυστιανό ρομαντικό όραμα έχει μπροστά του ουτοπίες, τόπους που δεν βρίσκονται στον κόσμο, όπως η Βαλχάλλα, το άγιο δισκοπότηρο κλπ. Τι έκπληξη θα ένιωθε ο Βύρωνας όταν είδε το τοπίο του Μεσολογγίου! Στην φαντασία του οι έλληνες κλέφτες είχαν γίνει Σπαρτιάτες και είχαν ξεπηδήσει να υπερασπιστούν της Θερμοπύλες εναντίων του Ξέρξη. Ο Βύρωνας λοιπόν και ο Σολωμός είναι οι κύριοι υπαίτιοι της ψευδομόρφωσης που αποκαλούμε "Ελλάδα". Τι θα ήταν η ελληνική επανάσταση χωρίς αυτούς; Μια θρησκευτικού τύπου εξέγερση όπως τα Ορλωφικά και η Σερβική επανάσταση.  Ένα άλλο ιστορικό γεγονός άξιο αναφοράς ήταν η προετοιμασία ενός ‘Ελληνό-Αλβανικού κράτους από τον Κολοκοτρώνη και τον Αλή Φαρμάκη στην Ζάκυνθο το 1809, μοιρασμένο στα ίσια σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, με την ευλογία κανενός άλλου παρά του Ναπολέοντα.

Η Ελλάδα έτσι βρέθηκε σε μια αδύνατη κατάσταση, από τη μια να μην κατάληξη ο "ανατολικός υπηρέτης" της Δύσης και ανταποκριθεί στο κλασσικό πολιτισμό και από την άλλη να μιμηθεί τον Φαυστιανό πολιτισμό της Δύσης. Αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν, και το καταλαβαίνουμε παρά μόνο τώρα που βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση. Αλλά δεν είχαμε παρά μόνο να προσέξουμε την ποίηση μας για να δούμε ποιοι είμαστε. Δεν είχαμε παρά μόνο να διαβάσουμε Καβάφη, και να τον διαβάσουμε όχι μόνο για την απόλαυση μας, αλλά ως ιστορικοί τι σημαίνει ο Καβάφης.

Ο Καβάφης είναι για την Ελλάδα ότι είναι ο Ντοστογιέφσκι για την Ρωσία, εκφράζει την εσωτερική ψυχή της και της υπέρτατες αξίες της. Γιατί ο Καβάφης δεν έγραφε στα ποιήματα του για την Κλασσική εποχή και της αξίες της, δεν ήταν ένας σωβινιστής ο οποίος ήθελε να εκφράσει "ελληνικές" ιδέες.  Αλλά εκδηλώνει την μοίρα όλων των ανθρώπων, γιατί κάθε ποίημα του ήταν μια παραβολή, μια ηθική διδαχή στην οποία όλοι μας αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας .Τα ποιήματα του είναι η διδαχή του ασκητή και του Άγιου όπως οι Καραμαζόφ είναι για του ρώσους. Και κάποιος κάλλιστα μπορεί να ρωτήσει πως είναι αυτό δυνατόν όταν ο Καβάφης δεν έχει ίχνος χριστιανισμού μέσα του; Και είναι ένα εύλογο ερώτημα, αν αγνοήσουμε την μορφή που παίρνει η σκέψη του. Γιατί ο Καβάφης εκφράζει την σοφία του ως "μοίρα", με τον ίδιο τρόπο που ο Γαλιλαίος εκφωνεί "εγώ φέρνω τα καλά μαντάτα" έτσι και αυτός λέει:

"Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα."

Ο Καβάφης είναι η φωνή ότι πιο φυσικού σε εμάς, δεν θέλει να υπερβεί τίποτα, αλλά κινείτε στους κύκλους των συνεπειών του πραγματικού. Με τον ίδιο τρόπο ο Hassan i-Sabbah έλεγε στους χασασσίνους ακόλουθους του "τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται".    

 Ο Καβάφης ήταν μέρος της "μαγικής" ψυχής και όχι της Φαυστιανής η της Απολλώνιας. Και το ίδιο ισχύει για όλους που τον ακλούθησαν είτε το ήθελαν είτε όχι σε αυτό το μοτίβο ,με τον Παλαμά, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Καρυωτάκη, τον Καρούζο. Τι θελαν αυτοί η ποιητές; Καθώς και οι πεζογράφοι Βιζυηνός, Καζαντζάκης και Παπαδιαμάντης; Το αισθητό, το ερωτικό (όχι αδύνατο όμως), τον σταυρό που κουβαλάμε όλοι μας ως πόνο σαν ασκητές, και αυτό που είναι τόσο ξεκάθαρο σε εμάς όπως οι πρόποδες των βουνών μας, και η ακρογιαλιές που ατενίζουμε, αυτό που δεν αλλάζει, μένει ακέραιο και ακράδαντο, όπως ο νόμος της ερήμου για τους άραβες και εβραίους. Η ποίηση και η λογοτεχνία μας δεν έχει τον φιλοσοφικό χαρακτήρα που παίρνει η Δύση, δεν έχει να κάνει με θεούς και δαίμονες («Γκόθικ») , δεν εκφράζει διάλυση και το εκρηκτικό αδηφάγο πνεύμα που έχει να κάνει με όλους και τα πάντα (Ρεμπώ, Μπωτλαίρ, Ρίλκε, Τράκλ), αλλά έχει να κάνει με ανθρώπους, και ανθρώπους μόνο.

"Νυν το περιβλημα της Γης και η Εξουσια
Αιεν η βρωση της Ψυχης και η Πεμπτουσια
Νυν της Σεληνης το μελαγχρωμα το ανιατο
Αιεν το χρυσοκυανο του Γαλαξια σελαγισμα
Νυν των λαων το αμαλγαμα και ο μαυρος Αριθμος
Αιεν της Δικης το αγαλμα και ο μεγας Οφθαλμος
Νυν η ταπεινωση των Θεων η σποδος του Ανθρωπου
Νυν Νυν το μηδεν
και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ"
                                            
-Οδυσσέας Ελύτης

Αυτό πρέπει να το αποδεχτούμε και να σταματήσουμε να ζούμε σε ψευδαισθήσεις, δηλαδή, ότι αλλιώς ζούμε τη ζωή. Το ότι μπορούμε να ζήσουμε στην Γερμανία σαν να ήμαστε στην Ελλάδα, χωρίς πόνο, χωρίς κρίμα, και να παίζουμε ρόλους Φροϋδικού τύπου μεταξύ εμάς και της δύσης. Δεν υπάρχει ου-τόπος για κανέναν, όλοι μας έχουμε το σπίτι μας (γλώσσα), το χώμα που καλλιεργούμε και ασκούμαστε, και του ιερούς τόπους μας που ζουν οι θεοί μας. Με τον ίδιο τρόπο που κοίταζε ο Ιησούς την Ρώμη, βλέπουμε εμείς την Δύση, με περιφρόνηση.


 Το στάδιο της αντίδρασης, η περίπτωση του Λιαντίνη 


Στην σημερινή κατάσταση της Ελλάδας, οι αντιθέσεις έφτασαν σε έναν τόσο εκρηκτικό βαθμό που παρήγαγαν ότι κάθε παρακμιακή κοινωνία παράγει, την αντίδραση. Στο χαρακτήρα και την σκέψη του Λιαντίνη όμως περίεργος βρίσκουμε μια επιθετικότητα στον εμβρυονικό "μαγικό" χαρακτήρα που θέλει αλλά δεν μπορεί να γεννηθεί και την παράδοση από την οποία προέρχεται , αλλά και μια αντιδραστική άμυνα του Φαυστιανού πολιτισμού. Ο Λιαντινης εκπροσωπεί το αδύνατο μίγμα του Φάουστ, όμως φτάνοντας στα άκρα το έκανε ακόμα πιο αδύνατο, με την μείξη της αρχαίας κλασικής Ελλάδας με την μοντέρνα. Όπως και ο Νίτσε, δημιούργησε ένα αφύσικο μέτωπο με το οποίο κανείς δεν μπορούσε να ταυτιστεί. Χρηστός και Καίσαρας δεν γίνετε, όπως δεν γίνετε Διόνυσος-Υπεράνθρωπος. Ο λόγος είναι προφανείς αν εξετάσουμε ότι και ο Λιαντινης και ο Νίτσε εξέφραζαν μια ηθική ολότελα Φαυστιανή, επιθετική προ την παράδοση και τον κομφορμισμό. Η λατρεία για τον Νίτσε από την Δύση είναι ολότελα για λάθος λόγους. Η Δύση μαγεμένη από την αύρα της εκπομπής της Δύναμης, παίρνει τον Νίτσε κυριολεκτικά , ως τον άγριο κατακτητή οτιδήποτε αδύναμου και μικρού, ο Νίτσε χρησιμοποιείτε για να δικαιολογήσει όχι την «αναθεώρηση όλων των αξιών» που ο Νίτσε ήθελε να εισαγάγει με τον Ζαρατούστρα, αλλά τον ποταπό κοινωνικό Δαρβινισμό και τον ανόητο ρελατιβισμό στην κουλτούρα και φιλοσοφία. Με τον ίδιο τρόπο ο Λιαντίνης παρεξηγεί την κόσμο-θεωρία της κλασσικής εποχής με αυτήν της Δύσης, για να δικαιολογήσει τον Φαυστιανό πολιτισμό.

Ο Λιαντίνης όμως εκφράζει την αντίθεση της μοντέρνας Ελλάδας σε όλο της το μεγαλείο, θέλησε μια σύνθεση των πάντων και όλων, της δυτικής επιστήμης με την ιονική ατομική φιλοσοφία, τον Κολοκοτρώνη και Βενιζέλο με τους έλληνες του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, τον Γκαίτε με τον Αισχύλο. Έτσι θέλησε να διχοτομήσει την μοντέρνα Ελλάδα μεταξύ της εβραίο-χριστιανικής Ελλάδας και της κλασσικής και με αυτόν τον τρόπο να αποδείξει έναν ενιαίο διαρκή πολιτισμό, ο οποίος δεν παρά βρίσκετε σε λήθη. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας αποσπά από το γεγονός ότι ο Λιαντίνης δεν εκπροσωπεί έναν νέο "κλασσικό" πολιτισμό που κρύβετε έτυμος να ξαναγεννηθεί ( καθώς και ο ίδιος όπως και ο Νίτσε ήξερε ότι είχε την πορεία του και τέλειωσε), αλλά την υποβολή του Φαυστιανού πολιτισμού εναντία στον "Μαγικό" πολιτισμό. Έτσι ο Λιαντίνης γράφει με αγανάκτηση:

"Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβίκωνα. Είχε πάρει το δρόμο της. Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελ-λάδα να ξερογλείφεται σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του καραγκιόζη"

Γκεμα, σελ.121

Κι όμως δεν μπορεί να χωνέψει τόσο ότι Ελλάδα παραμένει ένας "Μαγικός" πολιτισμός όσο και ότι η Δύση πρωτίστως, μέσα από τον σχολαστικισμό, την αναγέννηση και τον διαφωτισμό ανάλυσε και ξανακάλυψε τον κλασσικό κόσμο:

"Αλλά οι ευρωπαίοι δεν καυχιούνται ότι είναι έλληνες, όπως εμείς. Καυχιούνται ότι είναι γάλλοι, και ιταλοί, και βέλγοι. Γιατί αυτό είναι στην ουσία της η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τα πασουμάκια του Ηρακλή στο παλάτι της Ομφάλης. Ούτε ο Οδυσσέας με το παλούκι του στη σπηλιά του Κύκλωπα"

Γκεμα, σελ.110

Για την Ελλάδα η μεγάλη απώλεια δεν είναι αυτή της ιστορίας, αλλά απώλεια μιας πατρίδας. Η μυστηριώδης αυτή χαμένη Ελλάδα ήταν παντού για αυτόν, στον Παρνασσό, στα ερείπια των Δελφών και στα λαγκάδια και τους ποταμούς της Πελοποννήσου. Ταυτόχρονα αυτή η Ελλάδα δεν βρίσκετε πουθενά, γιατί όπως και για τον μοντέρνο Έλληνα που τα κοιτάζει ασυγκίνητα γιατί τίποτα δεν το έλκει να τα θαυμάσει σαν δικά του, το αίσθημα για έναν δυτικό-ευρωπαίο δεν είναι αυτό της στωικής αφασίας, κάτι δηλαδή φυσιολογικό για τον άνθρωπο της κλασσικής εποχής( πχ. Μάρκος Αυρήλιος) και οποίος δεν μούδιαζε όταν έβλεπε την απόλυα του χρόνου η τον πόνο. Αντίθετα ο δυτικό-ευρωπαίος όπως και ο Λιαντίνης , αισθάνονται μια βαθιά νοσταλγική μελαγχολία, γιατί αλλιώς βιώνουν τον θάνατο. Ο Φαυστιανός άνθρωπος βιώνει την μοίρα ως ένα πέρασμα χωρίς γύρισμα, χωρίς δεξιές και αριστερές εισόδους, όπως οι αιγυπτιακοί ναοί που οδηγούν παρά μόνο στο κέντρο τους, σε μια μόνο αίθουσα, αυτή της νεκρικής σαρκοφάγου, και την ώρα της κρίσης. Η Δύση ποτέ δεν κατάλαβε ούτε ήθελε ποτέ να καταλάβει τι σήμαινε ο κλασσικός πολιτισμός, και για αυτό έτσι ασυναίσθητα κτίζει νεοκλασικά κτίρια μιμώντας την ακρόπολη, όχι σαν να θέλει να τα αντιγράψει από κανένα αίσθημα πίστης προς την αρχαία Ελλάδα, αλλά γιατί μπορεί.

Επί τούτου,  οι φιλόσοφοι που ερμήνευσαν και διάβασαν τους κλασσικούς, ουδεμία σχέση η κατανόηση είχαν για αυτούς. Αυτό είναι τόσο προφανές όταν κάποιος διαβάζει τον Χέγκελ στην ιστορία της φιλοσοφίας που γράφει, δηλαδή η ιστορία του πνεύματος που έχει μια ροπή, προς μια κατεύθυνση, όσο και για τον Στράους που ερμήνευσε την πολιτεία του Πλάτωνα με νομικό-πολιτικούς όρους realpolitik, ακόμα και για τον Χάιντεγκερ ο οποίος άδικα έψαχνε την "αλήθεια" του είναι στους προ-σωκρατικούς και την Ιονική πρώτο-επιστήμη. Οι κλασσικοί δεν είχαν Dasein, και τουλάχιστον αυτό, ο Χάιντεγκερ το ήξερε σε ένα βαθμό, ότι δηλαδή, δεν θα βρεις στον Πλάτωνα η στον Αριστοτέλη ίχνος μιας φιλοσοφίας του ατόμου (το είναι του ως η κατάσταση των πραγμάτων ), παρά μόνο μια μεταφυσική μορφών, ιδεών και φαινομενικής αλλαγής.

Κυριότερα όμως πρέπει να δούμε όμως ότι ο Λιαντίνης δεν θέλει να την αναβίωση του κλασσικού, αλλά την δημιουργία μια φαυστιανής Ελλάδας-Δύσης, και για αυτό στέκετε στον Καβάφη ως την τομή με τον χριστιανικό "μαγικό" κόσμο. Ο Λιαντίνης φέρνει της δυο σημαντικότερες χρήσης ειρωνείας, η Σωκρατική ειρωνεία και η Ιησουιτική ειρωνεία, και διαχωρίζει πρώτη ως την ειρωνεία της τραγωδίας, και την δεύτερη ως την ειρωνεία της ύβρης. Για τον Λιαντίνη ο Καβάφης είναι ξεκάθαρα τραγικός και όχι υβριστικός, καθώς εκφράζει την αντινομία μέσα από την ειρωνεία του, και στέκετε ιδιαίτερα στο ποίημα οι "Νέοι της Σιδώνος 400 μ.χ." κυριότερα επικεντρώνετε στους τρεις στίχους:

"Δόσε -κηρύττω- στο έργον σον όλη ν την δύναμι σον όλην την μέριμνα, και πάλι το έργο σον θυμήσου μες στην δοκιμασία, ή όταν η ώρα σον πια γέρνει"

Ο Λιαντίνης λαμβάνει το τον στίχο ως όχι έναν νεοτερισμό (αντίθετα με τον Σεφέρη) ως η επιβεβαίωση του τραγικού, σαν τον Αισχύλο ο Σιδώνιος ανακηρύσσει το αίσθημα της πάλης και της επιμονής με τον πόνο. Ο Λιαντίνης πηγαίνοντας ακόμη παραπέρα ερμηνεύει τον στίχο σαν να είναι ένας Φάουστ, ένας "νέος νομοθέτης" ας πούμε, ο οποίος χαράζει αυτές της νέες αξίες η οποίες σημειώνουν αυτήν την αιώνια πάλη, και ισχυρίζεστε δεν θα μπορούσε ο Σιδώνιος να ήταν ένας Ντοστογιέφσκι; Και δεν έχει άδικο σε αυτό το σημείο, αλλά αν δούμε το υπόλοιπο το ποιήματος, τότε μια πιο περίπλοκη εικόνα αναδύεται:

"Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ. Κι όχι απ' τον νου σου ολότελα να βγάλεις της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό- τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό, τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες, τι Επτά επί Θήβας- και για μνήμη σου να βάλεις μόνο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη."


Η εικόνα που βλέπουμε από το υπόλοιπο το ποιήματος δεν είναι η κλασική τραγωδία του να υπομένεις, και δεν είναι η Αισχύλεια κατανόηση του δράματος. Ο νεαρός Σιδώνιος δεν θέλει την αναβίωση τον ηρώων του αρχαίου δράματος, αλλά κάτι άλλο κινεί την ψύχη του. Ο Λιαντίνης έχει βρει αυτό που είναι τόσο κριτικό για εμάς στον Καβάφη, την δύναμη και λογοθέτηση αξιών. Η αξία που θέτει ο Σιδώνιος είναι το κάλεσμα για την σκέψη, να σκεφτούμε γιατί η μνήμη των πεσόντων που πολέμησαν το Δάτη και τον Αρταφέρνη, είναι πιο σημαντική από τους Ορέστηδες και του Αγαμέμνονες.

Η ποίηση του Καβάφη είναι ατυπική λοιπόν για αυτόν τον λόγο, ο Λιαντινης καταλαβαίνει ακριβός αυτό που είναι το κρίσιμο στη ειρωνεία του Καβάφη, μια ποίηση που λειτουργεί σαν ξυράφι:

"Ο Σιδώνιος με την ποίηση του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Θα τον ομορφύνει. Θα τον σώσει. Σχεδόν αγγίζει τη μεγαλοφυή τρέλα του Ντοστογιέβσκι: η εμορφιά θα σώσει τον κόσμο. Και γι' αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο"

Γκεμα, σελ.230
                                          
Η χαρακτήρες του Καβάφη είναι σαν του χαρακτήρες του Ντοστογιέφσκι, δεν έχουν τίποτα προσωπικό, το δράμα τους δεν είναι προσωπογενές. Ούτε είναι το δράμα του πάθους και μάθους όπως στον Αισχύλο. Είναι χαραχτήρες διδακτικοί και καθολικοί. Και αυτό ο Λιαντίνης αυτό το καταλαβαίνει:

 ¨"Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη"

Ο Σιδώνιος όπως σε όλα τα ποιήματα του Καβάφη στέκετε για της φιγούρες που στολίζουν το ηλιόλουστο και ευωδιαστό Αλεξανδρινό τοπίο, θα μπορούσαν να είναι αραμαίοι, παγανιστές, η χριστιανοί, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, γιατί στέκονται μέσα στην μορφή ενός "Μαγικού" δράματος, και όχι κλασσικό δράματος δράσης, η το προσωπογενές φαυστιανό δράμα. Επομένως είναι ένα δράμα, όπου η μοίρα του "Μαγικού" ανθρώπου, ζείτε ως συνέπεια, σκληρά, ντετερμινιστικά, ολοκληρωμένα.

Για αυτόν τον λόγο, λανθασμένα ο Λιαντίνης θεωρεί τον Καβάφη με το μέρος του, δυο φορές λανθασμένα αν τον τοποθετεί δίπλα στον Σολωμό. Και κανείς παρόλα αυτά δεν τον κατηγορεί για αυτό το λάθος, γιατί όπως καταλαβαίνει και ίδιος δεν έχει σχεδόν καμία αναφορά στον χριστιανισμό.

"Ο Καβάφης στο χριστιανισμό είναι ξένος, όσο ξένος είναι ο ήλιος στα
μεσάνυχτα. Στα 1929, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει, στο Μύρη του θα το
κηρύξει τελεσίδικα και ετυ-μηγορικά:

'Αισθανόμουν που ενώθη, Χριστιανός, με τους δικούς
του, και που γενόμουν ξ έ ν ο ς εγώ ξ έ ν ο ς πολύ... και
π ά ν τ α που ήμουν ξένος'."

Γκεμα, σελ.233

Που να σταθούμε εδώ; Ο Καβάφης είναι όντως ξένος, δεν το ένοιαζε το ιερατείο και το ο χριστιανισμός ως ιστορία. Είναι όμως ξένος σε σχέση με όλους γιατί η ποίηση του δεν ανήκει ούτε στην προσπάθεια αναβίωσης της Αλεξανδρινής εποχής (εξάλλου τα ποιήματα παρόλο που έχουν αυτό το φόντο, ποτέ δεν έχουν ως θεματολογία της ηθικές αξίες αυτής της εποχής), αλλά ούτε χριστιανικό μοραλισμό. Άρα που ανήκει ο Καβάφης;

Εντούτοις, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την εποχή την όποια έζησε ο ποιητής, γιατί ο κάθε καλλιτέχνης ανήκει στο πνεύμα της εποχής του, είτε το θέλει είτε όχι. Ο Καβάφης λοιπόν ανήκει στην εποχή της κατάρρευσης όλων τον Δυτικών αξιών, ζει μαζί τον Πεσσόα και τον Έλιοτ. Βρίσκετε δίπλα στην τρομερή γέννηση του Ευρωπαϊκού νιχιλισμού. Αλλά παρόλα αυτά δεν είναι στο ρεύμα των decadent ποιητών ( το όποιο παρόλο που ο Καρυωτάκης τόσο πολύ ήθελε να αντιγράψει, ευτυχώς δεν έγινε ποτέ μέλος). Και πως αλλιώς να αντιμετωπίσει αυτόν κατακλυσμό ιστορικού μεγέθους χωρίς ειρωνεία;

Όσο είρωνας ήταν ο Σωκράτης, ακόμα ποιο είρωνας ήταν ο Χριστός, και αυτή η αυθάδης ειρωνεία που βρίσκουμε ακριβώς εκείνη την περίοδο στον Κάφκα ο οποίος έκλεγε βίαια από τα γέλια όταν έγραφε τα έργα του τα οποία όλα ασχολιούνται με την κατάντια της Ευρώπης, η ειρωνεία του Νίτσε μπροστά σε οτιδήποτε κλαψιάρικο και νιχιλιστικό, και η τέλος η Καβαφική ειρωνεία, αυθάδης μπροστά σε όλες της μεγάλες κουβέντες, τους παρακμιακούς, και τους αλαζόνες.

Εν τέλει πως είναι δυνατόν να βάλουμε τους δικούς μας ποιητές δίπλα στην Δύση, και να πούμε ότι αντιμετωπίζουμε το ίδιο αυτήν την κρίση του νιχιλισμού; Ήταν καν ένα πραγματικό ερώτημα αυτό για τον Καβάφη, για τον Ελύτη και τον Σεφέρη; Κανείς θα μπορούσε τουλάχιστον να του κατηγορήσει ότι είναι πολύ επιφανειακοί, πολύ ερωτικοί, φυσιολάτρες, και ηδονοβλεψίες. Έτσι η σκέψη τους αγνοεί αυτό το πρόβλημα. Αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να είναι αληθές, γιατί στην σκέψη τους βρίσκετε η άνοιξη, ενώ στην Ευρώπη ο βαρύς χειμώνας, και για αυτόν τον λόγο δεν το αγνοούν, αλλά το προσπερνάνε άφοβα.

Με αυτόν τον τρόπο πρέπει και εμείς να αναζητήσουμε βαθιά την δική μας ταυτότητα, που ανήκουμε εν τέλει; Γιατί δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε πραγματικά με την Ευρωπαϊκή και την Αμερικανική "ψυχή"; Ένα πόντος είναι σίγουρο, ο Λιαντίνης δεν ήταν άνθρωπος πραγματικά της εποχής του, και αυτό είναι που τον οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αδικήσει έναν τέτοιο άνθρωπο γιατί φεύγει όχι ηττημένος, αλλά εξαφανίζετε με αξιοπρέπεια μαζί με τον κόσμο του ώς γρίφος. Για αυτό και ο Λιαντίνης είναι ένας από τους ποιητές μας, γιατί με την ζωή του και τον θάνατο του έπλεξε ποίηση άξια όλων των προηγουμένων ελλήνων ποιητών.

Το θέμα βέβαια μένει, εμείς οι ηθοποιοί αυτής της εποχής, τι κάνουμε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου